- πολύζηλος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη αποτράπηκε χάρη στη μεσολάβηση του ποιητή Σιμωνίδη.
2. Ιστοριογράφος από τη Ρόδο. Έγραψε ταΡοδιακά. Δεν είναι γνωστή η εποχή που έζησε.
3. Ποιητής της παλαιάς Αττικής κωμωδίας. Έχουν σωθεί μόνο μερικά αποσπάσματα από τα έργα του.
* * *-η, -ο / πολύζηλος, -ον, ΝΑπολυζήλευτος, ζηλεμένος, πολυθαύμαστος («πολύζηλος βασιλεύς», Ευρ.)νεοελλ.αυτός που έχει μεγάλο ζήλο, που επιδεικνύει μεγάλο ζήλοαρχ.1. αυτός που είναι γεμάτος άμιλλα, γεμάτος ανταγωνισμό («τέχνη τέχνης υπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ», Σοφ.)2. πολυπόθητος, πολυαγαπημένος («τάχ' ἐς δόμους σοὺς τὸν πολύζηλον πόσιν ἥξειν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζῆλος (πρβλ. κακό-ζηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.